- ξύνεσις
- ξύνεσις, ἡ (Α)βλ. σύνεσις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύνεσις — σύνεσις uniting fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek